θηραϊκός, -ή

θηραϊκός, -ή
1. αυτός που προέρχεται από το νησί Θήρα.
2. «θηραϊκή γη», μείγμα από μικρά κομμάτια λάβας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θηραϊκός — ή, ό (Α θηραϊκός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται ή κατοικεί στο νησί Θήρα είτε κατάγεται ή προέρχεται από αυτό, σαντορινιός, σαντορινέικος νεοελλ. 1. φρ. «θηραϊκή γη» η ηφαιστειακή σποδός που καλύπτει τη νήσο Θήρα και που προέρχεται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”